σύνδεση η [sínδesi] : ένωση δύο ή περισσότερων υλικών στοιχείων | το σημείο της ένωσης | η κάλυψη του κενού που χωρίζει απομακρυσμένα μεταξύ τους τμήματα | αλληλεξάρτηση δύο παραγόντων κατά την οποία ο ένας αποτελεί προϋπόθεση ή συμπλήρωμα του άλλου |λογική ή συνειρμική αλληλεξάρτηση, ο συσχετισμός προσώπων, εννοιών, παραστάσεων ή γεγονότων.
Το φετινό γούρι της Μ art, γιορτάζει όλα όσα μας συνδέουν.
Τα πράγματα που μας ενώνουν, τους δεσμούς που χτίζουμε κι εύχεται, το 2019, να είμαστε περισσότερο μαζί.